λευκοστεφής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(23)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λευκοστεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο [[στεφανωμένος]] με [[λευκό]] [[στέμμα]] («λευκοστεφεῑς ἱκτηρίας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> στον τ. <i>λευκοστεφῆ</i><br />τά κεραυνοβόλητα.
|mltxt=[[λευκοστεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο [[στεφανωμένος]] με [[λευκό]] [[στέμμα]] («λευκοστεφεῑς ἱκτηρίας», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> στον τ. <i>λευκοστεφῆ</i><br />τά κεραυνοβόλητα.
}}
{{elru
|elrutext='''λευκοστεφής:''' обвитый белой шерстью ([[ἱκετηρία]], κλάδοι Aesch.).
}}
}}

Revision as of 23:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοστεφής Medium diacritics: λευκοστεφής Low diacritics: λευκοστεφής Capitals: ΛΕΥΚΟΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: leukostephḗs Transliteration B: leukostephēs Transliteration C: lefkostefis Beta Code: leukostefh/s

English (LSJ)

ές,

   A white-wreathed, of suppliant boughs, A.Supp.191,334.    II λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 35] ές, weiß bekränzt, Aesch. ἱκετηρίαι, Suppl. 188, u. κλάδοι, 329, von den mit weißer Wolle umwundenen Zweigen der Hülfeflehenden.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοστεφής: -ές, ἐστεμμένος μὲ λευκοὺς στεφάνους, ἐπὶ ἱκετηρίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 191, 333. - Καθ’ Ἡσύχ. «λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ceint de bandelettes de laine blanche.
Étymologie: λευκός, στέφω.

Greek Monolingual

λευκοστεφής, -ές (Α)
1. ο στεφανωμένος με λευκό στέμμα («λευκοστεφεῑς ἱκτηρίας», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) στον τ. λευκοστεφῆ
τά κεραυνοβόλητα.

Russian (Dvoretsky)

λευκοστεφής: обвитый белой шерстью (ἱκετηρία, κλάδοι Aesch.).