μακρολογία: Difference between revisions

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[μακρολογία]]) [[μακρολόγος]]<br /><b>1.</b> μακρά, διεξοδική [[ομιλία]], [[μακρηγορία]]<br /><b>2.</b> [[απεραντολογία]], [[πολυλογία]].
|mltxt=η (AM [[μακρολογία]]) [[μακρολόγος]]<br /><b>1.</b> μακρά, διεξοδική [[ομιλία]], [[μακρηγορία]]<br /><b>2.</b> [[απεραντολογία]], [[πολυλογία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μακρολογία:''' ἡ, [[μάκρος]] λόγου, [[πολυλογία]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρολογία Medium diacritics: μακρολογία Low diacritics: μακρολογία Capitals: ΜΑΚΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: makrología Transliteration B: makrologia Transliteration C: makrologia Beta Code: makrologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A length of speech, opp. βραχυλογία, Pl.Grg.449c, Prt.335bsq., Arist.Rh.1418b25, Gal.10.425.

Greek (Liddell-Scott)

μακρολογία: ἡ, μῆκος λόγου, πολυλογία, μακρηγορία, ἀντίθετ. τῷ βραχυλογία, Πλάτ. Γοργ. 449C, Πρωτ. 335Β. κἑξ., Νόμ. 655Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
long discours, prolixité.
Étymologie: μακρολόγος.

Greek Monolingual

η (AM μακρολογία) μακρολόγος
1. μακρά, διεξοδική ομιλία, μακρηγορία
2. απεραντολογία, πολυλογία.

Greek Monotonic

μακρολογία: ἡ, μάκρος λόγου, πολυλογία, σε Πλάτ.