μεσολόβιος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο<br />θηλ. και -ος<br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει ή αφορά στους λοβούς ενός οργάνου ή βρίσκεται [[ανάμεσα]] τους (α. «[[μεσολόβιος]] [[πλευρίτιδα]]» β. «[[μεσολόβιος]] [[σχισμή]]» γ. «[[μεσολόβιος]] [[χώρος]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ., ως ουσ.) <i>το [[μεσολόβιο]]<br /><b>ανατ.</b> [[μεγάλος]] [[εγκάρσιος]] [[σύνδεσμος]] [[ανάμεσα]] στα εγκεφαλικά ημισφαίρια ο [[οποίος]] βρίσκεται στο [[βάθος]] της επιμήκους σχισμής του εγκεφάλου, καλύπτεται από την υπερμεσολόβιο έλικα [[κάθε]] ημισφαιρίου και εμφανίζει από [[πίσω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] το [[σπληνίο]], το [[στέλεχος]] ([[σώμα]]), το [[γόνυ]] και το [[ρύγχος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μεσολοβίου [[σύνδρομο]]») <b>ιατρ.</b> [[σύνδρομο]] που οφείλεται σε [[θέση]] [[εκτός]] κυκλώματος του μεσολοβίου, λόγω διακοπής τών ινών που το απαρτίζουν, με [[συνέπεια]] την [[αποσύνδεση]] τών δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου.
|mltxt=-α, -ο<br />θηλ. και -ος<br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει ή αφορά στους λοβούς ενός οργάνου ή βρίσκεται [[ανάμεσα]] τους (α. «[[μεσολόβιος]] [[πλευρίτιδα]]» β. «[[μεσολόβιος]] [[σχισμή]]» γ. «[[μεσολόβιος]] [[χώρος]]»)<br /><b>2.</b> (το ουδ., ως ουσ.) το [[μεσολόβιο]]<br /><b>ανατ.</b> [[μεγάλος]] [[εγκάρσιος]] [[σύνδεσμος]] [[ανάμεσα]] στα εγκεφαλικά ημισφαίρια ο [[οποίος]] βρίσκεται στο [[βάθος]] της επιμήκους σχισμής του εγκεφάλου, καλύπτεται από την υπερμεσολόβιο έλικα [[κάθε]] ημισφαιρίου και εμφανίζει από [[πίσω]] [[προς]] τα [[εμπρός]] το [[σπληνίο]], το [[στέλεχος]] ([[σώμα]]), το [[γόνυ]] και το [[ρύγχος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μεσολοβίου [[σύνδρομο]]») <b>ιατρ.</b> [[σύνδρομο]] που οφείλεται σε [[θέση]] [[εκτός]] κυκλώματος του μεσολοβίου, λόγω διακοπής τών ινών που το απαρτίζουν, με [[συνέπεια]] την [[αποσύνδεση]] τών δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

-α, -ο
θηλ. και -ος
1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αφορά στους λοβούς ενός οργάνου ή βρίσκεται ανάμεσα τους (α. «μεσολόβιος πλευρίτιδα» β. «μεσολόβιος σχισμή» γ. «μεσολόβιος χώρος»)
2. (το ουδ., ως ουσ.) το μεσολόβιο
ανατ. μεγάλος εγκάρσιος σύνδεσμος ανάμεσα στα εγκεφαλικά ημισφαίρια ο οποίος βρίσκεται στο βάθος της επιμήκους σχισμής του εγκεφάλου, καλύπτεται από την υπερμεσολόβιο έλικα κάθε ημισφαιρίου και εμφανίζει από πίσω προς τα εμπρός το σπληνίο, το στέλεχος (σώμα), το γόνυ και το ρύγχος
3. φρ. «μεσολοβίου σύνδρομο») ιατρ. σύνδρομο που οφείλεται σε θέση εκτός κυκλώματος του μεσολοβίου, λόγω διακοπής τών ινών που το απαρτίζουν, με συνέπεια την αποσύνδεση τών δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου.