ἀκατάψευστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκατάψευστος]], -ον (Α) [[καταψεύδομαι]]<br /><b>1.</b> ο [[αληθινός]], αυτός που δεν [[είναι]] [[μυθώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει διαψευστεί.
|mltxt=[[ἀκατάψευστος]], -ον (Α) [[καταψεύδομαι]]<br /><b>1.</b> ο [[αληθινός]], αυτός που δεν [[είναι]] [[μυθώδης]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει διαψευστεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάψευστος:''' -ον ([[καταψεύδομαι]]), αυτός που δεν είναι [[ψευδής]] ή [[μυθώδης]], που δεν αποτελεί [[προϊόν]] εικασίας, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 17:33, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάψευστος Medium diacritics: ἀκατάψευστος Low diacritics: ακατάψευστος Capitals: ΑΚΑΤΑΨΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: akatápseustos Transliteration B: akatapseustos Transliteration C: akatapsefstos Beta Code: a)kata/yeustos

English (LSJ)

   A not fabulous, θηρία Hdt.4.191; not belied, διάληψις Ath.Mitt.33.380 (Pergam.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάψευστος: ὁ μὴ ψευδὴςμυθώδης, θηρία, Ἡρόδ. 4. 191· κατάψευστα, ἐγράφη κατ’ εἰκασίαν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fabuleux.
Étymologie: ἀ, καταψεύδομαι.

Spanish (DGE)

-ον
no fabuloso θηρία Hdt.4.191
no fingido διάληψις Ath.Mitt.33.1908.380.27 (Pérgamo, heleníst.).

Greek Monolingual

ἀκατάψευστος, -ον (Α) καταψεύδομαι
1. ο αληθινός, αυτός που δεν είναι μυθώδης
2. αυτός που δεν έχει διαψευστεί.

Greek Monotonic

ἀκατάψευστος: -ον (καταψεύδομαι), αυτός που δεν είναι ψευδής ή μυθώδης, που δεν αποτελεί προϊόν εικασίας, σε Ηρόδ.