ἄκανθος: Difference between revisions
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η <b>Αρχαιολ.</b><br />γλυπτό [[κόσμημα]] του κορινθιακού κιονοκράνου, που μιμείται το κομψό [[φύλλωμα]] του ομώνυμου φυτού και ειδικότερα του είδους Acanthus spinosus. | |mltxt=η <b>Αρχαιολ.</b><br />γλυπτό [[κόσμημα]] του κορινθιακού κιονοκράνου, που μιμείται το κομψό [[φύλλωμα]] του ομώνυμου φυτού και ειδικότερα του είδους Acanthus spinosus. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄκανθος:''' ὁ ([[ἀκή]] I), Λατ. [[acanthus]], είδος φυτού, [[αρκουδόβατος]] (μελάμφυλλο), του οποίου τα φύλλα μιμήθηκαν στη [[διαμόρφωση]] των Κορινθιακών κιονόκρανων, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:27, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A bearsfoot, Acanthus mollis, a plant imitated in Corinthian capitals, Arist.Fr.269(prob.), cf. IG4.1484.243(Epid.); ὑγρὸς ἄ. Theoc.1.55; ἄ. ἀγρία Acanthus spinosus, Dsc.3.17. II Acanthus, = ἀκακία, Virg.G.2.119.
German (Pape)
[Seite 68] ὁ, Bärenklau, ὑγρός Theocr. 1, 55; Nic. Ther. 645. Auch ἡ = ἄκανθα. Als Verzierung, bes. am Knauf der korinthischen Säulen.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκανθος: ὁ, Λατ. acanthus, εἶδος φυτοῦ, ἀρκουδόβατος (μελάμφυλλον), οὗ τὰ φύλλα ἐμιμήθησαν ἐν τῇ διασκευῇ τοῦ Κορινθιακοῦ κιονοκράνου, ὑγρὸς ἄκ., Λατ. mollis, Θεόκρ. 1. 55· πρβλ. Διοσκ. 3. 19· πρβλ. ἄκανθα, Ι. ΙΙ. εἶδος Αἰγυπτίου δένδρου ἀκανθοφόρου, πιθανῶς τὸ αὐτὸ καὶ ἄκανθα ΙΙ, Voss Virg. G. 2. 199.
Greek Monolingual
η Αρχαιολ.
γλυπτό κόσμημα του κορινθιακού κιονοκράνου, που μιμείται το κομψό φύλλωμα του ομώνυμου φυτού και ειδικότερα του είδους Acanthus spinosus.
Greek Monotonic
ἄκανθος: ὁ (ἀκή I), Λατ. acanthus, είδος φυτού, αρκουδόβατος (μελάμφυλλο), του οποίου τα φύλλα μιμήθηκαν στη διαμόρφωση των Κορινθιακών κιονόκρανων, σε Θεόκρ.