ἀκρόπτερον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρόπτερον]], το (Α)<br /><b>1.</b> η [[άκρη]] του φτερού<br /><b>2.</b> το [[άκρο]] μιας παρατάξεως ή μιας ομάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πτερόν]].
|mltxt=[[ἀκρόπτερον]], το (Α)<br /><b>1.</b> η [[άκρη]] του φτερού<br /><b>2.</b> το [[άκρο]] μιας παρατάξεως ή μιας ομάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[πτερόν]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρόπτερον:''' τό, [[άκρο]] φτερού, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόπτερον Medium diacritics: ἀκρόπτερον Low diacritics: ακρόπτερον Capitals: ΑΚΡΟΠΤΕΡΟΝ
Transliteration A: akrópteron Transliteration B: akropteron Transliteration C: akropteron Beta Code: a)kro/pteron

English (LSJ)

τό,

   A quill, AP6.229 (Crin.); ἀκρόπτερα φωτῶν flanking men of a hunting-party, Opp.C.4.127.

German (Pape)

[Seite 84] τό, Flügelspitze, Crinag. 5 (VI, 229); aber ἀνέρες Opp. C. 4, 127 Männer auf der äußersten Spitze.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόπτερον: τό, τὸ ἄκρον τῆς πτέρυγος, Ἀνθ. Π. 6. 229˙ ἀκρόπτερα φωτῶν, αἱ πτέρυγες, δηλ. αἱ ἄκραι ὁμίλου ἀνδρῶν ἐν κυνηγεσίᾳ, Ὀππ. Κ. 4. 127.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bout de l’aile ; ἀκρόπτερα φωτῶν OPP hommes postés à l’extrémité d’un filet.
Étymologie: ἄκρος, πτερόν.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 cañónde una pluma AP 6.229 (Crin.).
2 plu. alas, flancos c. gen. de pers. ἀ. φωτῶν de una partida de caza, Opp.C.4.127.

Greek Monolingual

ἀκρόπτερον, το (Α)
1. η άκρη του φτερού
2. το άκρο μιας παρατάξεως ή μιας ομάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πτερόν.

Greek Monotonic

ἀκρόπτερον: τό, άκρο φτερού, σε Ανθ.