ἀλάστορος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλάστορος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται υπό την [[επίδραση]] του κακού δαίμονα, που απαιτεί [[εκδίκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του επίθ. <i>ἀλἀστωρ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλαστορία]].
|mltxt=[[ἀλάστορος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται υπό την [[επίδραση]] του κακού δαίμονα, που απαιτεί [[εκδίκηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του επίθ. <i>ἀλἀστωρ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλαστορία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλάστορος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται υπό την [[επίδραση]] ενός [[ἀλάστορος]], αυτός που υποφέρει σκληρή [[μεταχείριση]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλάστορος Medium diacritics: ἀλάστορος Low diacritics: αλάστορος Capitals: ΑΛΑΣΤΟΡΟΣ
Transliteration A: alástoros Transliteration B: alastoros Transliteration C: alastoros Beta Code: a)la/storos

English (LSJ)

ον,

   A under influence of an ἀλάστωρ, A.Fr.294: crying for vengeance, ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις S.Ant.974 (lyr.).    II epith. of Zeus, avenging, Pherecyd. 175 J.

German (Pape)

[Seite 89] Nebenform von ἀλάστωρ, Aesch. frg. B. A. 382; ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις Soph. Ant. 962, fluchwürdig, gottlos geblendete.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάστορος: -ον, ὁ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν ἀλάστορος διατελῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 90 (κατ’ αἰτιατ. ἀρσ. ἀλάστορον): ὑποφέρων σκληρῶς, ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις, Σοφ. Ἀντ. 974 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui souffre cruellement;
2 envoyé par un dieu vengeur ou un mauvais génie ; funeste;
3 subst.ἀλάστορος mauvais génie.
Étymologie: ἀλάστωρ.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]
1 que exige venganza ἀλαστόροισιν ὀμμάτων κύκλοις S.Ant.974
vengador epít. de Zeus, Pherecyd.175, en Tasos Thasos 3.p.127 (V a.C.).
2 subst. ὁ ἀ. genio maléfico πρευμενής ἀ. A.Fr.92a.

Greek Monolingual

ἀλάστορος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται υπό την επίδραση του κακού δαίμονα, που απαιτεί εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του επίθ. ἀλἀστωρ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλαστορία.

Greek Monotonic

ἀλάστορος: -ον, αυτός που βρίσκεται υπό την επίδραση ενός ἀλάστορος, αυτός που υποφέρει σκληρή μεταχείριση, σε Σοφ.