ἀκτινοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(2)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀκτινοφόρος]])<br />αυτός που έχει ακτίνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἀκτινοφόρος]]<br />[[είδος]] κοχυλιού ακτινωτού ([[αλλιώς]] [[έλικας]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακτίς]] -<i>ίνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀκτινοφόρος]])<br />αυτός που έχει ακτίνες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἀκτινοφόρος]]<br />[[είδος]] κοχυλιού ακτινωτού ([[αλλιώς]] [[έλικας]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ακτίς]] -<i>ίνος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
}}
}}

Revision as of 14:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτῑνοφόρος Medium diacritics: ἀκτινοφόρος Low diacritics: ακτινοφόρος Capitals: ΑΚΤΙΝΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aktinophóros Transliteration B: aktinophoros Transliteration C: aktinoforos Beta Code: a)ktinofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bearing rays, Gloss.:—as Subst., rayed shellfish, Xenocr.85.

German (Pape)

[Seite 86] ὁ, eigtl. Strahlen bringend, eine Art Löffel, Xenocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτῑνοφόρος: -ον, φέρων ἀκτῖνας: - ὡς οὐσιαστ., εἶδος ὀστρακοδέρμου (κοχλίου) ἀκτινωτοῦ, ὅπερ καὶ πενταδάκτυλος καὶ ἕλιξ ὀνομάζεται, Λατ. pecten, Ξενοκρ. Ἐνυδρ. σ. 11. ἔκδ. Κοραῆ, οὗ εἶδε καὶ τάς σημ. σ. 135.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene rayos, Gloss.2.168.
2 subst., ict. cierto molusco tal vez Murex tenuispinus o Aporhais pespelecani (L.) Xenocr.23, Plin.HN 32.147.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀκτινοφόρος)
αυτός που έχει ακτίνες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.ἀκτινοφόρος
είδος κοχυλιού ακτινωτού (αλλιώς έλικας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακτίς -ίνος + -φορος < φέρω.