αλυσιδώνω: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ ἁλυσιδῶ -όω)<br />[[δένω]], [[συνδέω]] με αλυσίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φράζω]] με αλυσίδες<br /><b>2.</b> [[ενώνω]] κρίκους [[μεταξύ]] τους για να κατασκευάσω [[αλυσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλυσίδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἁλυσίδωσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλυσίδωμα]], [[αλυσιδωμένος]]].
|mltxt=(Μ ἁλυσιδῶ -όω)<br />[[δένω]], [[συνδέω]] με αλυσίδες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φράζω]] με αλυσίδες<br /><b>2.</b> [[ενώνω]] κρίκους [[μεταξύ]] τους για να κατασκευάσω [[αλυσίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλυσίδα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἁλυσίδωσις]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αλυσίδωμα]], [[αλυσιδωμένος]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

(Μ ἁλυσιδῶ -όω)
δένω, συνδέω με αλυσίδες
νεοελλ.
1. φράζω με αλυσίδες
2. ενώνω κρίκους μεταξύ τους για να κατασκευάσω αλυσίδα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλυσίδα.
ΠΑΡ. μσν. ἁλυσίδωσις
νεοελλ.
αλυσίδωμα, αλυσιδωμένος].