αλφαδιάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>1.</b> [[καθορίζω]] ή [[ελέγχω]] με το [[αλφάδι]] την [[οριζοντιότητα]] μιας επιφάνειας, [[οριζοντιώνω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] στην [[ίδια]] [[γραμμή]], στην [[ίδια]] [[ευθεία]], τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλφάδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλφάδιασμα]], [[αλφαδιαστής]]].
|mltxt=<b>1.</b> [[καθορίζω]] ή [[ελέγχω]] με το [[αλφάδι]] την [[οριζοντιότητα]] μιας επιφάνειας, [[οριζοντιώνω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] στην [[ίδια]] [[γραμμή]], στην [[ίδια]] [[ευθεία]], τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αλφάδι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλφάδιασμα]], [[αλφαδιαστής]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

1. καθορίζω ή ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας, οριζοντιώνω
2. φέρνω στην ίδια γραμμή, στην ίδια ευθεία, τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλφάδι.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλφάδιασμα, αλφαδιαστής].