άμβωνας: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἄμβων]], -ωνος)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το [[βήμα]] στους χριστιανικούς ναούς, από όπου ο [[διάκος]] διαβάζει το Ευαγγέλιο και ο [[ιεροκήρυκας]] κηρύσσει τον [[θείο]] λόγο<br /><b>μσν.</b><br />το γυναικείο [[αιδοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τί που υψώνεται και προεξέχει<br /><b>2.</b> [[φρύδι]], [[ράχη]] βουνού<br /><b>3.</b> τα εξογκωμένα χείλη ποτηριού, πιάτου ή άλλου αντικειμένου ή κτηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (Α [[ἄμβων]], -ωνος)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />το [[βήμα]] στους χριστιανικούς ναούς, από όπου ο [[διάκος]] διαβάζει το Ευαγγέλιο και ο [[ιεροκήρυκας]] κηρύσσει τον [[θείο]] λόγο<br /><b>μσν.</b><br />το γυναικείο [[αιδοίο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] τί που υψώνεται και προεξέχει<br /><b>2.</b> [[φρύδι]], [[ράχη]] βουνού<br /><b>3.</b> τα εξογκωμένα χείλη ποτηριού, πιάτου ή άλλου αντικειμένου ή κτηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Είναι πολύ πιθ. να πρόκειται για [[δάνειο]] ([[πράγμα]] που ισχύει [[συχνά]] για τους τεχνικούς όρους), [[αλλά]] η [[άποψη]] αυτή παραμένει αναπόδεικτη. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] (γνωστή ήδη στους αρχαίους), η λ. [[είναι]] πιθ. να συνδέεται με το ρ. [[ἀναβαίνω]], εφόσον [[συνήθως]] υποδηλώνει την [[έννοια]] του ύψους. Την [[άποψη]] αυτή εξάλλου ενισχύει και η [[γλώσσα]] του Ησυχίου «[[ἀνάβωνες]]<br />βαθμοῦ [[εἶδος]]». Η λ. [[ἄμβων]] απαντά [[συνήθως]] και με τον ιωνικό τ. [[ἄμβη]]. Με τη λ. [[ἄμβων]] πιθ. να συνδέεται [[επίσης]] και το ουσ. [[ἄμβιξ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[ἀμβωνίζομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (Α ἄμβων, -ωνος)
νεοελλ.-μσν.
το βήμα στους χριστιανικούς ναούς, από όπου ο διάκος διαβάζει το Ευαγγέλιο και ο ιεροκήρυκας κηρύσσει τον θείο λόγο
μσν.
το γυναικείο αιδοίο
αρχ.
1. κάθε τί που υψώνεται και προεξέχει
2. φρύδι, ράχη βουνού
3. τα εξογκωμένα χείλη ποτηριού, πιάτου ή άλλου αντικειμένου ή κτηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Είναι πολύ πιθ. να πρόκειται για δάνειο (πράγμα που ισχύει συχνά για τους τεχνικούς όρους), αλλά η άποψη αυτή παραμένει αναπόδεικτη. Κατ' άλλη άποψη (γνωστή ήδη στους αρχαίους), η λ. είναι πιθ. να συνδέεται με το ρ. ἀναβαίνω, εφόσον συνήθως υποδηλώνει την έννοια του ύψους. Την άποψη αυτή εξάλλου ενισχύει και η γλώσσα του Ησυχίου «ἀνάβωνες
βαθμοῦ εἶδος». Η λ. ἄμβων απαντά συνήθως και με τον ιωνικό τ. ἄμβη. Με τη λ. ἄμβων πιθ. να συνδέεται επίσης και το ουσ. ἄμβιξ.
ΠΑΡ. μσν. ἀμβωνίζομαι.