ἀμφίπρυμνος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίπρυμνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο πρύμνες, δηλ. στο πρόσθιο και στο οπίσθιο [[τμήμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[πηδάλιο]]) αυτός που έχει δύο [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρύμνη]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμφίπρυμνος]], -ον)<br />αυτός που έχει δύο πρύμνες, δηλ. στο πρόσθιο και στο οπίσθιο [[τμήμα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[πηδάλιο]]) αυτός που έχει δύο [[άκρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πρύμνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίπρυμνος:''' с двухсторонней кормой, т. е. с рулевым управлением с каждой стороны ([[ναῦς]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίπρυμνος Medium diacritics: ἀμφίπρυμνος Low diacritics: αμφίπρυμνος Capitals: ΑΜΦΙΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: amphíprymnos Transliteration B: amphiprymnos Transliteration C: amfiprymnos Beta Code: a)mfi/prumnos

English (LSJ)

ον,

   A with two sterns, i.e. with rudder behind and before, ναῦς S.Fr.131, cf.Milet.7p.60, D.C.74.11, Agath.3.21: metaph., two-edged, λόγω E.ap.Phot.p.103 R.

German (Pape)

[Seite 142] ναῦς, ein Schiff, das an beiden Seiten Hintertheile, d. i. Steuer hat, Soph. frg. 135.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπρυμνος: -ον, ὁ ἔχων δύο πρύμνας, ὅ ἐ. ἔχων πηδάλιον ὄπισθεν καὶ ἔμπροσθεν, ναῦς Σοφ. Ἀποσπ. 135: ὡσαύτως ἀμφίπρῳρος, ον, ὁ ἔχων δύο πρῴρας, Γαλην.: πρβλ. δίπρῳρος.

Spanish (DGE)

-ον
de dos popas, de doble timón, con maniobra hacia adelante y hacia atrás (πλοῖον) S.Fr.131, cf. Didyma 39.37, 41.45, Agath.3.21.6
fig. de doble sentido ἀμφιπρύμνω ... λόγω E.Fr.955dSn.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίπρυμνος, -ον)
αυτός που έχει δύο πρύμνες, δηλ. στο πρόσθιο και στο οπίσθιο τμήμα
μσν.
μτφ. (για πηδάλιο) αυτός που έχει δύο άκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πρύμνη.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίπρυμνος: с двухсторонней кормой, т. е. с рулевым управлением с каждой стороны (ναῦς Soph.).