αμφήριστος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφήριστος]], -ον (Α)<br />(για πόλεις, νίκες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήριστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐρίζω]].
|mltxt=[[ἀμφήριστος]], -ον (Α)<br />(για πόλεις, νίκες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, [[αμφίβολος]], [[αβέβαιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήριστος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐρίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀμφήριστος, -ον (Α)
(για πόλεις, νίκες κ.λπ.) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, αμφίβολος, αβέβαιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφ(ι)- + -ήριστος < ἐρίζω.