ἀνάδικος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ψῆφον ἀνάδικον [[καθίστημι]]», [[αναιρώ]] προηγούμενη [[απόφαση]] δικαστηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναδικία]].
|mltxt=[[ἀνάδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ψῆφον ἀνάδικον [[καθίστημι]]», [[αναιρώ]] προηγούμενη [[απόφαση]] δικαστηρίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναδικία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάδῐκος:''' -ον ([[δίκη]]), αυτός που δικάζεται από την [[αρχή]], σε Ανδ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάδῐκος Medium diacritics: ἀνάδικος Low diacritics: ανάδικος Capitals: ΑΝΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: anádikos Transliteration B: anadikos Transliteration C: anadikos Beta Code: a)na/dikos

English (LSJ)

(Arc. ὄνδικος IG5(2).343 B2), ον,

   A tried over again, δίκαι ἀ. γίγνονται And.1.88, Pl.Lg.937d, cf. D.40.39, etc.; ψῆφον ἀ. καθιστάναι render subject to appcal, Id.24.191.

German (Pape)

[Seite 187] ἡ, δίκη, ein aufs neue vor Gericht gebrachter Proceß, Andoc. 1, 88; Plat. Legg. XI, 937 d; Dem. 40, 34 u. öfter; τὴν ψῆφον ἀνάδικον καθίστησι 24, 191, das Urtheil einer Revision unterwerfen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδῐκος: -ον, ὁ ἐκ νέου δικασθείς, δίκαι ἀν. γίγνονται (ἴδε ἀναδικάζω ΙΙ.), Ἀνδοκ. 12. 7, Πλάτ. Νόμ. 937D· ψῆφον ἀν. καθιστάναι, ἀναιρῶ προηγηθεῖσαν ψῆφον, Δημ. 760. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 jugé de nouveau;
2 qui concerne une affaire jugée de nouveau.
Étymologie: ἀνά, δίκη.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): arcad. ὄνδικος IG 5(2).343B2 (Orcómeno IV a.C.)
jur. ref. a un proceso que ha de someterse a nueva sentencia e.d. nulo And.Myst.88, Pl.Lg.937d, D.40.34, 39, 42, Poll.8.23, Synes.Prouid.M.66.1253A, ψῆφον ἀ. καθιστάναι anular una sentencia D.24.191.

Greek Monolingual

ἀνάδικος, -ον (Α)
1. αυτός που ξαναδικάζεται, που αναθεωρείται
2. φρ. «ψῆφον ἀνάδικον καθίστημι», αναιρώ προηγούμενη απόφαση δικαστηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + -δικος < δίκη.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναδικία.

Greek Monotonic

ἀνάδῐκος: -ον (δίκη), αυτός που δικάζεται από την αρχή, σε Ανδ., Πλούτ.