ἀναβράσσω: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(3)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναβράσσω]] και -[[άττω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βράζω]] [[κάτι]] καλά, [[μέχρι]] κοχλασμού<br /><b>2.</b> [[τινάζω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[εκσφενδονίζω]]<br /><b>3.</b> [[πηδώ]] έξω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- επιτ. <span style="color: red;">+</span> [[βράσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀνάβραση</i>(-<i>ις</i>), [[ἀναβρασμός]], [[ἀνάβραστος]]].
|mltxt=[[ἀναβράσσω]] και -[[άττω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βράζω]] [[κάτι]] καλά, [[μέχρι]] κοχλασμού<br /><b>2.</b> [[τινάζω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[επάνω]], [[εκσφενδονίζω]]<br /><b>3.</b> [[πηδώ]] έξω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- επιτ. <span style="color: red;">+</span> [[βράσσω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>ἀνάβραση</i>(-<i>ις</i>), [[ἀναβρασμός]], [[ἀνάβραστος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβράσσω:''' Αττ. -[[βράττω]], [[κυρίως]] στον ενεστ. [[βράζω]], [[κοχλάζω]], με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., <i>ἀναβράττετ' ἐξοπτᾶτε</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 18:06, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβράσσω Medium diacritics: ἀναβράσσω Low diacritics: αναβράσσω Capitals: ΑΝΑΒΡΑΣΣΩ
Transliteration A: anabrássō Transliteration B: anabrassō Transliteration C: anavrasso Beta Code: a)nabra/ssw

English (LSJ)

Att. ἀναβράττω, aor. subj.

   A ἀναβράσῃ Dsc.5.14, boil well, seethe, ἀναβράττω κίχλας Ar. Pax1197; κρέα ἀνέβραττεν ὀρνίθεια Ra.510: abs., ἀναβράττετ', ἐξοπτᾶτε Ach.1005, cf. Dsc.l.c.: metaph., ζωήν . . ζέουσάν τε καὶ ἀναβράττουσαν Dam.Pr.86.    2 throw up, τὰ ἐν τοῖς λίκνοις ἀναβραττόμενα Arist.Mete.368b29; esp. of the sea, ἅλμη ἀναβρασθεῖσα spray dashed up, A.R.2.566, cf. LXX Wi.10.19.    II intr., jump, of chariot, ib.Na.3.2.

French (Bailly abrégé)

1 faire bouillir;
2 faire jaillir, rejeter en bouillonnant.
Étymologie: ἀνά, βράσσω.

Greek Monolingual

ἀναβράσσω και -άττω (Α)
1. βράζω κάτι καλά, μέχρι κοχλασμού
2. τινάζω κάτι προς τα επάνω, εκσφενδονίζω
3. πηδώ έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + βράσσω.
ΠΑΡ. ἀνάβραση(-ις), ἀναβρασμός, ἀνάβραστος].

Greek Monotonic

ἀναβράσσω: Αττ. -βράττω, κυρίως στον ενεστ. βράζω, κοχλάζω, με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., ἀναβράττετ' ἐξοπτᾶτε, στον ίδ.