ἀναφαλαντίασις: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
(4)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναφαλαντίασις]], η (Α) [[αναφαλαντίας]]<br /><b>1.</b> [[έναρξη]] φαλακρότητας<br /><b>2.</b> [[απώλεια]] των τριχών του κρανίου ή του προσώπου (φρύδια <b>κ.λπ.</b>).
|mltxt=[[ἀναφαλαντίασις]], η (Α) [[αναφαλαντίας]]<br /><b>1.</b> [[έναρξη]] φαλακρότητας<br /><b>2.</b> [[απώλεια]] των τριχών του κρανίου ή του προσώπου (φρύδια <b>κ.λπ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναφᾰλαντίασις:''' εως ἡ лысина на лбу Arst.
}}
}}

Revision as of 16:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφαλαντίασις Medium diacritics: ἀναφαλαντίασις Low diacritics: αναφαλαντίασις Capitals: ΑΝΑΦΑΛΑΝΤΙΑΣΙΣ
Transliteration A: anaphalantíasis Transliteration B: anaphalantiasis Transliteration C: anafalantiasis Beta Code: a)nafalanti/asis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A forehead-baldness, Arist.HA518a28.

German (Pape)

[Seite 213] ἡ, Kahlköpfigkeit des Vorderkopfes, neben φαλακρότης Arist. H. A. 3, 11, ἡ κατὰ τὰς ὀφρύας λειότης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφᾰλαντίασις: -εως, ἡ, τὸ ἔχειν φαλακρὸν τὸ ὑπὲρ τὸ μέτωπον μέρος τῆς κεφαλῆς, «ἡ μὲν οὖν κατὰ κορυφὴν λειότης φαλακρότης καλεῖται, ἡ δὲ κατὰ τὰς ὀφρῦς ἀναφαλαντίασις» Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 8.

Greek Monolingual

ἀναφαλαντίασις, η (Α) αναφαλαντίας
1. έναρξη φαλακρότητας
2. απώλεια των τριχών του κρανίου ή του προσώπου (φρύδια κ.λπ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀναφᾰλαντίασις: εως ἡ лысина на лбу Arst.