ἀνδρογόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἀνδρογόνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που συντελεί στην [[ανάπτυξη]] ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό [[δράση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ανδρογόνα</i><br />α) <b>(βιοχ.)</b> ορμόνες με αρρενοποιό [[δράση]]<br />β) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική [[κατάσταση]] δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευνοϊκός]] για τη [[γέννηση]] αρσενικών παιδιών.
|mltxt=-ο (Α [[ἀνδρογόνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που συντελεί στην [[ανάπτυξη]] ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό [[δράση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ανδρογόνα</i><br />α) <b>(βιοχ.)</b> ορμόνες με αρρενοποιό [[δράση]]<br />β) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική [[κατάσταση]] δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευνοϊκός]] για τη [[γέννηση]] αρσενικών παιδιών.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρογόνος:''' -ον ([[ἀνήρ]], γί-γνομαι), αυτός που γεννά άνδρες, σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρογόνος Medium diacritics: ἀνδρογόνος Low diacritics: ανδρογόνος Capitals: ΑΝΔΡΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: androgónos Transliteration B: androgonos Transliteration C: androgonos Beta Code: a)ndrogo/nos

English (LSJ)

ον,

   A begetting men, ἡμέρα ἀ. a day favourable for begetting (or for the birth of) male children, Hes. Op.783,788.

German (Pape)

[Seite 218] ἡμέρα Hes. O. 781, der Erzeugung von (Männern) Knaben günstig, Ggstz κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστι γενέσθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρογόνος: -ον, [[[ἡμέρα]]] ἀνδρογόνος, πρόσφορος πρὸς γέννησιν ἀρρένων τέκνων, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 781, 786.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des hommes, càd des enfants mâles.
Étymologie: ἀνήρ, γίγνομαι.

Spanish (DGE)

-ον
que favorece el nacimiento de varones (ἡμέρα) Hes.Op.783, 788, 794.

Greek Monolingual

-ο (Α ἀνδρογόνος, -ον)
νεοελλ.
βιολ. αυτός που συντελεί στην ανάπτυξη ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό δράση
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ανδρογόνα
α) (βιοχ.) ορμόνες με αρρενοποιό δράση
β) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική κατάσταση δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες
αρχ.
ευνοϊκός για τη γέννηση αρσενικών παιδιών.

Greek Monotonic

ἀνδρογόνος: -ον (ἀνήρ, γί-γνομαι), αυτός που γεννά άνδρες, σε Ησίοδ.