ἀνεπίδικος: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεπίδικος]], -ον (Α)<br /><b>(Νομ.)</b> μη αμφισβητούμενος δικαστικά, μη διεκδικούμενος από κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[επίδικος]] «αυτός που μπορεί να διεκδικηθεί [[μπροστά]] στο δικαστήριο, ο [[περιμάχητος]]»]. | |mltxt=[[ἀνεπίδικος]], -ον (Α)<br /><b>(Νομ.)</b> μη αμφισβητούμενος δικαστικά, μη διεκδικούμενος από κάποιον άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[επίδικος]] «αυτός που μπορεί να διεκδικηθεί [[μπροστά]] στο δικαστήριο, ο [[περιμάχητος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνεπίδῐκος:''' -ον ([[ἐπί]], [[δίκη]]), αυτός που δεν έχει αμφισβητηθεί μέσω δίκης, [[αδιαφιλονίκητος]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without the process of ἐπιδικασία, by which claims to inheritance or guardianship were enforced, ἀ. ἔχειν τά πατρῷα Is.3.59; παραλαμβάνειν ἀ. τὴν ἀγχιστείαν Id.8.34 (cj.); ἀ. ἔχειν κλῆρον D.46.22, cf. Poll.3.33.
German (Pape)
[Seite 224] nicht streitig, unbestritten, bes. von Erbschaften, τὰ πατρῷα ἀνεπίδικα ἔχειν Is. 3, 59; κλῆρος 6, 4; ἡ ἀνεπίδικος, eine hinterlassene Tochter, über deren Vermögen zwischen Verwandten nicht gerichtlich entschieden ist (vgl. ἐπίκληρος), Dem. 46, 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίδῐκος: -ον, ὁ ἄνευ ἀμφισβητήσεως (κληρονομία), ἡ ἄνευ ἐπιδικασίας, ἀνεπιδίκα ἔχειν τὰ πατρῷα Ἰσαῖ. 44. 1· παραλαμβάνειν ἀνεπ. τὴν ἀγχιστείαν ὁ αὐτ. 72. 36· ἀνεπίδικον μὴ ἐξεῖναι ἔχειν μήτε κλῆρον μήτε ἐπίκληρον Δημ. 1135. 27· πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’est pas ou ne peut pas être contesté ; ἡ ἀνεπίδικος héritière unique (dont les droits ne peuvent être contestés).
Étymologie: ἀ, ἐπίδικος.
Spanish (DGE)
-ον
jur. sin necesidad de haber hecho un proceso de ἐπιδικασία, no sujeto a litigio, incontestado ἀνεπίδικα ἔχουσι τὰ ... πατρῷα Is.3.59, ἐκ γένους παρειληφότες τὴν ἀγχιστείαν ἀνεπίδικον Is.8.34, κλῆρος D.46.22, Is.6.4, cf. Poll.3.33.
Greek Monolingual
ἀνεπίδικος, -ον (Α)
(Νομ.) μη αμφισβητούμενος δικαστικά, μη διεκδικούμενος από κάποιον άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επίδικος «αυτός που μπορεί να διεκδικηθεί μπροστά στο δικαστήριο, ο περιμάχητος»].
Greek Monotonic
ἀνεπίδῐκος: -ον (ἐπί, δίκη), αυτός που δεν έχει αμφισβητηθεί μέσω δίκης, αδιαφιλονίκητος, σε Δημ.