ἀνεύθυντος: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεύθυντος]], -ον (Α)<br />[[ευθύνω]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να γίνει [[ευθύς]], να μπεί σε [[ευθεία]].
|mltxt=[[ἀνεύθυντος]], -ον (Α)<br />[[ευθύνω]]<br />[[εκείνος]] που δεν μπορεί να γίνει [[ευθύς]], να μπεί σε [[ευθεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεύθυντος:''' не могущий быть выпрямленным, непрямой ([[ἄκαμπτος]] καὶ ἀ. Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεύθυντος Medium diacritics: ἀνεύθυντος Low diacritics: ανεύθυντος Capitals: ΑΝΕΥΘΥΝΤΟΣ
Transliteration A: aneúthyntos Transliteration B: aneuthyntos Transliteration C: aneythyntos Beta Code: a)neu/quntos

English (LSJ)

ον,

   A which cannot be straightened, Arist.Mete.386a8.

German (Pape)

[Seite 227] nicht gerade gemacht, ungerade, Arist. meteor. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεύθυντος: -ον, ὁ μὴ εὐθυντός, ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα, δηλ. τὰ μὴ ἐξ εὐθύτητος εἰς περιφέρειαν μεταβαλλόμενα καὶ τὰ μὴ ἐκ περιφερείας εἰς εὐθύτητα, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser enderezado, rígidode cosas como el ladrillo y la piedra ἄκαμπτα καὶ ἀνεύθυντα Arist.Mete.386a8.

Greek Monolingual

ἀνεύθυντος, -ον (Α)
ευθύνω
εκείνος που δεν μπορεί να γίνει ευθύς, να μπεί σε ευθεία.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεύθυντος: не могущий быть выпрямленным, непрямой (ἄκαμπτος καὶ ἀ. Arst.).