ἀνθυπατικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθυπατικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ανθύπατο<br /><b>2.</b> «ανθυπατική [[δεκαδαρχία]]» ([[Πλούταρχος]])<br />το [[σώμα]] των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες.
|mltxt=[[ἀνθυπατικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον ανθύπατο<br /><b>2.</b> «ανθυπατική [[δεκαδαρχία]]» ([[Πλούταρχος]])<br />το [[σώμα]] των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθυπᾰτικός:''' -ή, -όν, [[ανθυπατικός]].
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθῠπᾰτικός Medium diacritics: ἀνθυπατικός Low diacritics: ανθυπατικός Capitals: ΑΝΘΥΠΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anthypatikós Transliteration B: anthypatikos Transliteration C: anthypatikos Beta Code: a)nqupatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A proconsular, ἐξουσία D.C.58.7.    2 ἀ. δεκαδαρχία the body of military tribunes which took the place of the consulate, Plu.2.277f.

German (Pape)

[Seite 235] proconsularisch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπατικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀνθυπάτου, ἀνθυπατικῆς ἐξουσίας Δίων Κ. 58. 7· παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ἀνθυπατιανός, ή, όν. 2) ἀνθυπατικὴ δεκαδαρχία, τὸ σωματεῖον τῶν χιλιάρχων (tribuni militares), οἵτινες εἶχον ὑπατικὴν ἐξουσίαν, Πλούτ. 2. 277Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
proconsulaire.
Étymologie: ἀνθύπατος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 proconsular τήν τε ἀνθυπατικὴν ἐξουσίαν αὐτῷ ἔδωκαν D.C.58.7.4.
2 ἀ. δεκαδαρχία tribuni militum consulari potestate, colegio de diez tribunos militares con prerrogativas de cónsul Plu.2.277f.
3 neutr. subst. τὸ ἀνθυπατικόν el archivo proconsular, TAM 3.1.657.

Greek Monolingual

ἀνθυπατικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στον ανθύπατο
2. «ανθυπατική δεκαδαρχία» (Πλούταρχος)
το σώμα των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες.

Greek Monotonic

ἀνθυπᾰτικός: -ή, -όν, ανθυπατικός.