ἀνοήμων: Difference between revisions
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνοήμων]], -ον (Α) [[νόημα]]<br />αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο [[δίχως]] [[νόηση]], [[ανόητος]]. | |mltxt=[[ἀνοήμων]], -ον (Α) [[νόημα]]<br />αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο [[δίχως]] [[νόηση]], [[ανόητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνοήμων:''' -ον ([[νοέω]]), ο [[χωρίς]] [[νόηση]], αυτός που δεν έχει [[αντίληψη]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A without understanding, Od.2.270, 17. 273, Democr.197,al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοήμων: -ον, ὁ ἄνευ νοημοσύνης ἢ νοῦ, ἀνόητος, οὐδ’ ὄπιθεν κακὸς ἔσσεαι, οὐδ’ ἀνοήμων Ὀδ. Β. 270, 278, Ρ. 273.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
insensé, irréfléchi.
Étymologie: ἀ, νοήμων.
English (Autenrieth)
unintelligent, unreflecting. (Od.)
Spanish (DGE)
-ον, gen. -ονος
insensato de pers. Od.2.270, 17.273, Democr.B 197, 199.
Greek Monolingual
ἀνοήμων, -ον (Α) νόημα
αυτός που δεν καταλαβαίνει, ο δίχως νόηση, ανόητος.
Greek Monotonic
ἀνοήμων: -ον (νοέω), ο χωρίς νόηση, αυτός που δεν έχει αντίληψη, σε Ομήρ. Οδ.