ἀνοίμωκτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνοίμωκτος]], -ον (Α) [[οιμωκτός]]<br />[[αθρήνητος]], [[άκλαυτος]].
|mltxt=[[ἀνοίμωκτος]], -ον (Α) [[οιμωκτός]]<br />[[αθρήνητος]], [[άκλαυτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοίμωκτος:''' -ον (ἀν- στερητικό [[οἰμώζω]]), ο μη θρηνηθείς, σε Αισχύλ.· επίρρ. [[ἀνοιμωκτί]] <i>[ῑ]</i>, [[χωρίς]] [[οιμωγή]], θρήνο, ατιμώρητα, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοίμωκτος Medium diacritics: ἀνοίμωκτος Low diacritics: ανοίμωκτος Capitals: ΑΝΟΙΜΩΚΤΟΣ
Transliteration A: anoímōktos Transliteration B: anoimōktos Transliteration C: anoimoktos Beta Code: a)noi/mwktos

English (LSJ)

ον,

   A unmourned, unlamented, A.Ch.433,511.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοίμωκτος: -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, Αἰσχύλ. Χο. 433. 511: - Ἐπίρρ. ἀνοιμωκτὶ [ῑ], ἄνευ οἰμωγῆς, ὅθεν ἀτιμωρητί, Σοφ. Αἴ. 1227.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non pleuré : τίμημα τύμβου τῆς ἀνοιμώκτου τύχης ESCHL honneur rendu à (ce) tombeau pour réparer l’omission de la plainte funèbre.
Étymologie: ἀ, οἰμώζω.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha sido llorado, ἀνήρ A.Ch.433, τύχη A.Ch.511.

Greek Monolingual

ἀνοίμωκτος, -ον (Α) οιμωκτός
αθρήνητος, άκλαυτος.

Greek Monotonic

ἀνοίμωκτος: -ον (ἀν- στερητικό οἰμώζω), ο μη θρηνηθείς, σε Αισχύλ.· επίρρ. ἀνοιμωκτί [ῑ], χωρίς οιμωγή, θρήνο, ατιμώρητα, σε Σοφ.