ἀντεπιτάσσω: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντεπιτάσσω]] (Α)<br />[[διατάζω]], [[προστάζω]] και εγώ. | |mltxt=[[ἀντεπιτάσσω]] (Α)<br />[[διατάζω]], [[προστάζω]] και εγώ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντεπιτάσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[διατάζω]] με τη [[σειρά]] μου, <i>τινὶ ποιεῖν τι</i>, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A order in turn, τινὶ ποιεῖν τι Th.1.135; τινί τι Pl.Ti.20b.
German (Pape)
[Seite 247] dagegen auftragen, τινί, Plat. Tim. 20 b; Thuc. 1, 135.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιτάσσω: ἐπιτάσσω καὶ ἐγώ, τινὶ ποιεῖν τι Θουκ. 1. 135· τινί τι Πλάτ. Τίμ. 20Β.
French (Bailly abrégé)
donner ordre à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐπιτάσσω.
Spanish (DGE)
mandar, ordenar a su vez ἀντεπέταξαν τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐλαύνειν αὐτό Th.1.135, ὑμῖν ἃ καὶ νῦν λέγω Pl.Ti.20b, en v. pas. αὐτὸς ἀντεπιταχθῆναι δύναμαι D.C.53.9.1.
Greek Monolingual
ἀντεπιτάσσω (Α)
διατάζω, προστάζω και εγώ.
Greek Monotonic
ἀντεπιτάσσω: μέλ. -ξω, διατάζω με τη σειρά μου, τινὶ ποιεῖν τι, σε Θουκ.