ἀνουτητί: Difference between revisions
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(4) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α) [[ουτώ]]<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] να καταφέρει [[χτύπημα]], να τραυματίσει<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] να δεχθεί [[χτύπημα]], να τραυματιστεί. | |mltxt=<b>επίρρ.</b> (Α) [[ουτώ]]<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] να καταφέρει [[χτύπημα]], να τραυματίσει<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] να δεχθεί [[χτύπημα]], να τραυματιστεί. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνουτητί:''' [ῑ], επίρρ. ([[οὐτάω]]), [[χωρίς]] [[τραύμα]], [[πληγή]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], Adv
A without inflicting a wound, οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371. II without receiving a wound, Q.S.3.445.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans blessure.
Étymologie: ἀνούτατος.
English (Autenrieth)
without inflicting a wound, Il. 22.371†. See οὐτάω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ]
adv.
1 sin producir herida οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371.
2 sin recibir herida οὐκ ἄν ἀνουτητί γε τεοῦ φύγεν ἔγχεος ὁρμήν Q.S.3.445.
Greek Monolingual
επίρρ. (Α) ουτώ
1. χωρίς να καταφέρει χτύπημα, να τραυματίσει
2. χωρίς να δεχθεί χτύπημα, να τραυματιστεί.
Greek Monotonic
ἀνουτητί: [ῑ], επίρρ. (οὐτάω), χωρίς τραύμα, πληγή, σε Ομήρ. Ιλ.