αντιγόνο: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(4)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>βιολ.</b> [[ξένη]] [[ουσία]] που, εισερχόμενη στον οργανισμό, προκαλεί τον σχηματισμό αντισωμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αντί]]- <span style="color: red;">+</span> -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]). Αντιδάνειο, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>antigene</i>].
|mltxt=το<br /><b>βιολ.</b> [[ξένη]] [[ουσία]] που, εισερχόμενη στον οργανισμό, προκαλεί τον σχηματισμό αντισωμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αντί]]- <span style="color: red;">+</span> -[[γόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]). Αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. <i>antigene</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 23 December 2018

Greek Monolingual

το
βιολ. ξένη ουσία που, εισερχόμενη στον οργανισμό, προκαλεί τον σχηματισμό αντισωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντί- + -γόνος (< γίγνομαι). Αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. antigene].