ἀντιθήγω: Difference between revisions
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιθήγω]] (Α)<br />[[ακονίζω]] κι εγώ τα δόντια μου [[εναντίον]] [[αυτού]] που ακονίζει τα δικά του [[εναντίον]] μου. | |mltxt=[[ἀντιθήγω]] (Α)<br />[[ακονίζω]] κι εγώ τα δόντια μου [[εναντίον]] [[αυτού]] που ακονίζει τα δικά του [[εναντίον]] μου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντιθήγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[ακονίζω]] πάνω σε [[κάτι]], ὀδόντας [[ἐπί]] τινα, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
A whet against another, ὀδόντας ἐπί τινα Luc.Par.51.
German (Pape)
[Seite 252] dagegen wetzen, Luc. paras. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιθήγω: ἀντακονίζω, ἀκονίζω ἐναντίον ἀκονίζοντος, ἀλλὰ κἂν ἐπ’ αὐτὸν ὁ σῦς τὸν ὀδόντα θήγῃ, καὶ ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει Λουκ. Παράσ. 51.
French (Bailly abrégé)
exciter contre ou à son tour.
Étymologie: ἀντί, θήγω.
Spanish (DGE)
afilar a su vez ὁ παράσιτος ἐπὶ τὸν σῦν ἀντιθήγει (τὸν ὀδόντα) Luc.Par.51.
Greek Monolingual
ἀντιθήγω (Α)
ακονίζω κι εγώ τα δόντια μου εναντίον αυτού που ακονίζει τα δικά του εναντίον μου.
Greek Monotonic
ἀντιθήγω: μέλ. -ξω, ακονίζω πάνω σε κάτι, ὀδόντας ἐπί τινα, σε Λουκ.