ἀνωμαλότης: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(5) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνωμαλότης]], η (Α)<br />[[ανωμαλία]]. | |mltxt=[[ἀνωμαλότης]], η (Α)<br />[[ανωμαλία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνωμᾰλότης:''' ητος ἡ Plat., Plut. = [[ἀνωμαλία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A = ἀνωμαλία, Pl.Ti.57e, 58c, Placit.2.30.2.
German (Pape)
[Seite 268] ητος, ἡ, Ungleichheit, Plat. Tim. 57 e ff; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνωμᾰλότης: -ητος, ἡ, = ἀνωμαλία, Πλάτ. Τίμ. 57Ε, 58C, καὶ ἀλλαχοῦ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
c. ἀνωμαλία.
Étymologie: ἀνώμαλος.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 del mov. irregularidad Pl.Ti.57e, 58c.
2 desigualdad συγκρίματος Placit.2.30.2 (= Anaxag.A 77).
Greek Monolingual
ἀνωμαλότης, η (Α)
ανωμαλία.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωμᾰλότης: ητος ἡ Plat., Plut. = ἀνωμαλία.