άπλετος: Difference between revisions
From LSJ
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
(5) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ον (AM [[ἄπλετος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φως) [[λαμπρός]], [[άφθονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απεριόριστος]], [[απέραντος]], [[τεράστιος]]<br /><b>2.</b> [[σπουδαίος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ον (AM [[ἄπλετος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φως) [[λαμπρός]], [[άφθονος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απεριόριστος]], [[απέραντος]], [[τεράστιος]]<br /><b>2.</b> [[σπουδαίος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αν ο τ. [[άπλετος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[πέλεθρον]] / [[πλέθρον]], το β' συνθετ. απαιτεί αρχική [[ρίζα]] με σημασ. «[[μετρώ]]». Η λ. χρησιμοποιείται [[ευρέως]] στην [[ποίηση]] και την [[πεζογραφία]] για να χαρακτηρίσει το ύψος, τον αέρα, τον χρόνο και τον χρυσό με βασική σημ. «[[άπειρος]], [[απέραντος]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ον (AM ἄπλετος, -ον)
νεοελλ.
(για φως) λαμπρός, άφθονος
αρχ.
1. απεριόριστος, απέραντος, τεράστιος
2. σπουδαίος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αν ο τ. άπλετος < α- στερ. + πέλεθρον / πλέθρον, το β' συνθετ. απαιτεί αρχική ρίζα με σημασ. «μετρώ». Η λ. χρησιμοποιείται ευρέως στην ποίηση και την πεζογραφία για να χαρακτηρίσει το ύψος, τον αέρα, τον χρόνο και τον χρυσό με βασική σημ. «άπειρος, απέραντος»].