άπλετος
From LSJ
μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
Greek Monolingual
-η, -ον (AM ἄπλετος, -ον)
νεοελλ.
(για φως) λαμπρός, άφθονος
αρχ.
1. απεριόριστος, απέραντος, τεράστιος
2. σπουδαίος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αν ο τ. άπλετος < α- στερ. + πέλεθρον / πλέθρον, το β' συνθετ. απαιτεί αρχική ρίζα με σημασ. «μετρώ». Η λ. χρησιμοποιείται ευρέως στην ποίηση και την πεζογραφία για να χαρακτηρίσει το ύψος, τον αέρα, τον χρόνο και τον χρυσό με βασική σημ. «άπειρος, απέραντος»].