ἀπολιόρκητος: Difference between revisions
From LSJ
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
(5) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολιόρκητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο [[απόρθητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν πολιορκήθηκε. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπολιόρκητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο [[απόρθητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν πολιορκήθηκε. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολιόρκητος:''' досл. недоступный для осаждающих, перен. неприступный (ὁ τῶν Στωϊκῶν [[σοφός]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A impregnable, Str.12.3.31, Plu.2.1057e.
German (Pape)
[Seite 312] nicht zu belagern, nicht zu erobern, Strab.; nicht belagert, Plut. de Stoic. absurd. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολιόρκητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις να πολιορκήσῃ, Στράβ. 556, Πλούτ. 2. 1057Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexpugnable, imprenable par un siège.
Étymologie: ἀ, πολιορκέω.
Spanish (DGE)
-ον
inexpugnable πέτρα Str.12.3.31, fig. ὁ τῶν Στωικῶν σοφός Plu.2.1057e, κακίᾳ ... ἀ. Moschio Hyp.9 (p.496).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπολιόρκητος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να πολιορκηθεί, ο απόρθητος
νεοελλ.
αυτός που δεν πολιορκήθηκε.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολιόρκητος: досл. недоступный для осаждающих, перен. неприступный (ὁ τῶν Στωϊκῶν σοφός Plut.).