ἀπολαυστικός: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀπολαυστικός]], -ή, -όν)<br />[[πρόξενος]] απόλαυσης, [[τερπνός]], [[ευφρόσυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο αφιερωμένος στην [[απόλαυση]], αυτός που αγαπά τις απολαύσεις. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀπολαυστικός]], -ή, -όν)<br />[[πρόξενος]] απόλαυσης, [[τερπνός]], [[ευφρόσυνος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο αφιερωμένος στην [[απόλαυση]], αυτός που αγαπά τις απολαύσεις. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπολαυστικός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι παραδομένος στις απολαύσεις, σε Αριστ.· αυτός που προκαλεί [[απόλαυση]], [[ηδονικός]], στον ίδ.· επίρρ. ἀπολαυστικῶς [[ζῆν]], ζω μέσα στις απολαύσεις, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A devoted to enjoyment, βίος Arist.EN1095b17; οἱ -κοί Plu.2.1094f; producing enjoyment, ἀρεταί Arist.Rh.1367a18. Adv. -κῶς, ζῆν Id.Pol.1312b23. II choice, οἶνος Plb.12.2.7; μήκωνες Hices. ap. Ath.3.87e (Comp.); luxurious, δίαιτα Gal.18(2).463.
German (Pape)
[Seite 310] dem Genuß ergeben, βίος Arist. Nic. 1, 5, 2; wie die Phäaken Ath. I, 16; vgl. XII, 510 c; οἱ ἀπολαυστικοί Plut. non posse 12 (bes. vom Essen, s. Ath. unter ἀπόλαυσις); ἀπολαυστικῶς ζῆν Arist. pol. 5, 8, 20; nur für den Genuß, τὰ ἀπολαυστικά (im Ggstz der κάρπιμα) ἀφ' ὧν μηδὲν περὶ τὴν χρῆσιν γίγνεται, ὅ, τι καὶ ἄξιον Arist. rhet. 1, 5; zu genießen, οἶνος Pol. 12, 2; – von der Kost, gedeihlich, Ath. III, 87 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολαυστικός: -ή, -όν, ἀφιερωμένος, δεδομένος εἰς ἀπόλαυσιν, βίος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 2· παρέχων, προξενῶν ἀπόλαυσιν, τέρψιν, ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 9, 23: ― Ἐπίρ. -ικῶς, ἀπολαυστικῶς ζῆν ὁ αὐτ. Πολιτικ. 5. 10, 33. ΙΙ. ἀπολαυστός, ὃν δύναταί τις νὰ ἀπολαύσῃ, εὐχάριστος, ἐπὶ πραγμάτων, Ἀθήν. 87Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui procure des jouissances (particul. matérielles), agréable;
2 qui recherche les jouissances, voluptueux.
Étymologie: ἀπολαύω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1dedicado al placer, βίος Arist.EN 1095b17, οἱ ἀπολαυστικοί los que viven para el placer Plu.2.1094f.
2 que produce placer (material) ἀρεταί Arist.Rh.1367a19, ἀπολαυστικὰ φαντάσματα imágenes lujuriosas M.Ant.3.4
•de comidas y bebidas exquisito οἶνος Plb.12.2.7, μήκωνες Hices. en Ath.87e
•de la dieta regalada ἀ. καὶ ἀργός Gal.18(2).463.
II adv. -ῶς voluptuosamente ζῆν Arist.Pol.1312b23.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀπολαυστικός, -ή, -όν)
πρόξενος απόλαυσης, τερπνός, ευφρόσυνος
αρχ.
ο αφιερωμένος στην απόλαυση, αυτός που αγαπά τις απολαύσεις.
Greek Monotonic
ἀπολαυστικός: -ή, -όν, αυτός που είναι παραδομένος στις απολαύσεις, σε Αριστ.· αυτός που προκαλεί απόλαυση, ηδονικός, στον ίδ.· επίρρ. ἀπολαυστικῶς ζῆν, ζω μέσα στις απολαύσεις, στον ίδ.