αποτομή: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(6) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀποτομή]]) [[αποτέμνω]]<br /><b>1.</b> [[αποκοπή]], απότμηση («[[ἀποτομή]] τῆς κεφαλῆς | |mltxt=η (AM [[ἀποτομή]]) [[αποτέμνω]]<br /><b>1.</b> [[αποκοπή]], απότμηση («[[ἀποτομή]] τῆς κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τεμάχιο]], [[τμήμα]]<br /><b>2.</b> [[διακλάδωση]] (νεύρων)<br /><b>3.</b> (για δρόμους) [[διασταύρωση]]<br /><b>4.</b> [[διακοπή]] (περιόδου του λόγου). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:31, 15 February 2019
Greek Monolingual
η (AM ἀποτομή) αποτέμνω
1. αποκοπή, απότμηση («ἀποτομή τῆς κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου»)
αρχ.
1. τεμάχιο, τμήμα
2. διακλάδωση (νεύρων)
3. (για δρόμους) διασταύρωση
4. διακοπή (περιόδου του λόγου).