ἀποσκληρύνω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
(5)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποσκληρύνω]], Α κ. -σκληρῶ, -όω)<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] σκληρό ή σκληρότερο από ό,τι ήταν.
|mltxt=(ΑΜ [[ἀποσκληρύνω]], Α κ. -σκληρῶ, -όω)<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] σκληρό ή σκληρότερο από ό,τι ήταν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκληρύνω:''' делать твердым, pass. отвердевать Arst.
}}
}}

Revision as of 17:03, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκληρύνω Medium diacritics: ἀποσκληρύνω Low diacritics: αποσκληρύνω Capitals: ΑΠΟΣΚΛΗΡΥΝΩ
Transliteration A: aposklērýnō Transliteration B: aposklērynō Transliteration C: aposkliryno Beta Code: a)posklhru/nw

English (LSJ)

   A harden, Hp.Coac.515:—Pass., Arist.Mir.836b5, Thphr.CP3.16.2; ἀπεσκληρυμμένοι, gloss on ναρκώδεις, Erot.

German (Pape)

[Seite 325] dasselbe, Theophr.; ἀπεσκληρυμμένον στέρφος αἰγός Leon. Tar. 11 (VI, 298).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκληρύνω: ποιῶ τι σκληρόν, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 204: - Παθ., Ἀριστ. π. Θαυμ. 81. 3, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 16, 2.

Spanish (DGE)

medic. resecar los tejidos y de ahí endurecer αἱ τοιαῦται καθάρσιες ἀποσκληρύνουσιν Hp.Coac.515, cf. Gal.19.84
en v. med. endurecerse Arist.Mir.836b5, Thphr.CP 3.16.2, αἰγὸς στέρφος AP 6.298 (Leon.)
quedarse o ponerse rígido Erot.62.9.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκληρύνω, Α κ. -σκληρῶ, -όω)
καθιστώ κάτι σκληρό ή σκληρότερο από ό,τι ήταν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκληρύνω: делать твердым, pass. отвердевать Arst.