ἁρματόκτυπος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἁρματόκτυπος]], -ον (Α)<br />ο [[χτύπος]] από το [[τρέξιμο]] των αρμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κτύπος]].
|mltxt=[[ἁρματόκτυπος]], -ον (Α)<br />ο [[χτύπος]] από το [[τρέξιμο]] των αρμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρμα]], -<i>τος</i> <span style="color: red;">+</span> [[κτύπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἁρμᾰτόκτυπος:''' производимый (катящимися) колесницами ([[ὄτοβος]] Aesch.).
}}
}}

Revision as of 17:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμᾰτόκτῠπος Medium diacritics: ἁρματόκτυπος Low diacritics: αρματόκτυπος Capitals: ΑΡΜΑΤΟΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: harmatóktypos Transliteration B: harmatoktypos Transliteration C: armatoktypos Beta Code: a(rmato/ktupos

English (LSJ)

ὄτοβος

   A rattling din of chariots, A.Th.204(lyr.).

German (Pape)

[Seite 355] ὄτοβος, Wagengerassel, Aesch. Spt. 486.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρματόκτῠπος: ἀρματόκτυπος ὄτοβος, ὁ συνεχὴς κρότοςδοῦπος τῶν ἁρμάτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 204.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne du bruit des chars.
Étymologie: ἅρμα, κτυπέω.

Spanish (DGE)

(ἁρμᾰτόκτυπος) -ον
procedente del estrépito de los carros ἔδεισα ... τὸν ἁρματόκτυπον ὄτοβον A.Th.204.

Greek Monolingual

ἁρματόκτυπος, -ον (Α)
ο χτύπος από το τρέξιμο των αρμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + κτύπος.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμᾰτόκτυπος: производимый (катящимися) колесницами (ὄτοβος Aesch.).