ἄσταχυς: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄσταχυς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> το [[στάχι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (προθεματικό) <span style="color: red;">+</span> [[στάχυς]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το <i>α</i>- πιθ. να προήλθε με [[αποκοπή]] της προθέσεως <i>ανά</i>]. | |mltxt=[[ἄσταχυς]], ο (Α)<br /><b>1.</b> το [[στάχι]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- (προθεματικό) <span style="color: red;">+</span> [[στάχυς]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το <i>α</i>- πιθ. να προήλθε με [[αποκοπή]] της προθέσεως <i>ανά</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄστᾰχυς:''' -υος, ὁ (<i>α ευφωνικό</i>, <i>σταχύς</i>), [[στάχυ]] από [[σιτηρά]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
υος, ὁ, (στάχυς with prothetic α):—
A ear of corn, Il.2.148, Hdt.5.92.ζ, Call.Cer.20, etc.: metaph., βοστρύχων ἀστάχυες Philostr. Im.1.7, cf. Luc.Charid.3. II bandage, Gal.18(1).813.
German (Pape)
[Seite 374] υος, ὁ, = στάχυς, mit euphon. α, Kornähre, Hom. Il. 2, 148 u. Sp. D.; Her. 5, 92; Plut.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ) :
épi de blé.
Étymologie: ἀ- prosth., στάχυς.
English (Autenrieth)
υος: ear of grain, pl., Il. 2.148†.
Spanish (DGE)
v. σταχύς.
Greek Monolingual
ἄσταχυς, ο (Α)
1. το στάχι
2. είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθεματικό) + στάχυς, ενώ κατ' άλλη άποψη, το α- πιθ. να προήλθε με αποκοπή της προθέσεως ανά].
Greek Monotonic
ἄστᾰχυς: -υος, ὁ (α ευφωνικό, σταχύς), στάχυ από σιτηρά, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.