ἀσυγκέραστος: Difference between revisions
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυγκέραστος]], -ον) [[συγκεράννυμι]]<br />αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με [[κάτι]] [[άλλο]], ο [[άκρατος]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακοινώνητος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσυγκέραστος]], -ον) [[συγκεράννυμι]]<br />αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με [[κάτι]] [[άλλο]], ο [[άκρατος]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ακοινώνητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσυγκέραστος:''' -ον ([[συγκεράννυμι]]), μη αναμειγμένος, [[αμιγής]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A untempered, φύσις AP9.180 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 379] ungemischt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκέραστος: -ον, ὁ μὴ συγκεκραμένος, ἀμιγής, ἄκρατος, Ἀνθ. Π. 9. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκρατος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non modéré, non tempéré.
Étymologie: ἀ, συγκεράννυμι.
Spanish (DGE)
-ον
1 no moderado φύσις AP 9.180 (Pall.).
2 insociable los nacidos bajo el signo de Leo, Hippol.Haer.4.19.2, cf. Hsch.s.u. ἄκρατος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσυγκέραστος, -ον) συγκεράννυμι
αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κάτι άλλο, ο άκρατος
μσν.
ο ακοινώνητος.
Greek Monotonic
ἀσυγκέραστος: -ον (συγκεράννυμι), μη αναμειγμένος, αμιγής, σε Ανθ.