αυτογενής: Difference between revisions

From LSJ

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτογενής]], -ές (AM)<br />αυτός που δεν οφείλει τη γένεσή του ή την [[κατασκευή]] του σε άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγενής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αὐτογενές</i><br />ο [[νάρκισσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αυθιγενής]], [[πυρογενής]], [[υστερογενής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[αὐτογενής]], -ές (AM)<br />αυτός που δεν οφείλει τη γένεσή του ή την [[κατασκευή]] του σε άλλον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγενής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ αὐτογενές</i><br />ο [[νάρκισσος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> <span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]] (πρβλ. [[αυθιγενής]], [[πυρογενής]], [[υστερογενής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 11:00, 23 December 2018

Greek Monolingual

αὐτογενής, -ές (AM)
αυτός που δεν οφείλει τη γένεσή του ή την κατασκευή του σε άλλον
αρχ.
1. συγγενής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτογενές
ο νάρκισσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. αυθιγενής, πυρογενής, υστερογενής κ.ά.)].