ἀστυνόμιον: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀστυνόμιον]], το (Α) [[αστυνόμος]]<br />το [[κτήριο]] στο οποίο συνεδριάζουν οι αστυνόμοι.
|mltxt=[[ἀστυνόμιον]], το (Α) [[αστυνόμος]]<br />το [[κτήριο]] στο οποίο συνεδριάζουν οι αστυνόμοι.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀστῠνόμιον:''' τό астиномий, городская управа Plat.
}}
}}

Revision as of 17:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστυνόμιον Medium diacritics: ἀστυνόμιον Low diacritics: αστυνόμιον Capitals: ΑΣΤΥΝΟΜΙΟΝ
Transliteration A: astynómion Transliteration B: astynomion Transliteration C: astynomion Beta Code: a)stuno/mion

English (LSJ)

τό,

   A the court of the ἀστυνόμοι, Pl.Lg.918a.

German (Pape)

[Seite 379] τό, der Versammlungsort, Gerichtshof der Astynomen, Plat. Legg. XI, 918 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῠνόμιον: τὸ, ὁ τόπος ἐν ᾧ συνηδρίαζον ἢ ἐκδίκαζον οἱ ἀστυνόμοι, Πλάτ. Νόμ. 918Α.

Spanish (DGE)

-ου, τό
lugar de reuniones de los astínomosεἰς ἀστυνόμιον θέντων ἐν στήλῃ τὰ ... νόμιμα Pl.Lg.918a.

Greek Monolingual

ἀστυνόμιον, το (Α) αστυνόμος
το κτήριο στο οποίο συνεδριάζουν οι αστυνόμοι.

Russian (Dvoretsky)

ἀστῠνόμιον: τό астиномий, городская управа Plat.