αὐγασμός: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[αὐγασμός]], ο (Α)<br />[[λαμπρότητα]], [[στιλπνότητα]]. | |mltxt=[[αὐγασμός]], ο (Α)<br />[[λαμπρότητα]], [[στιλπνότητα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐγασμός:''' ὁ сияние, блеск Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:34, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A radiance, flashing, ἡλίου Placit.3.5.10.
Greek (Liddell-Scott)
αὐγασμός: ὁ, ἀκτινοβολία, λάμψις, λαμπρότης, στιλπνότης, Πλούτ. 2. 894Ε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
éclat, lumière.
Étymologie: αὐγάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
brillo, resplandor ἶριν γίνεσθαι κατ' αὐγασμὸν ἡλίου Placit.3.5.10 (= Anaximen.A 18)
•fig. ὁ αὐγασμὸς τῆς δόξης τοῖς πεφωτισμένοις Cyr.H.Catech.6.29.
Greek Monolingual
αὐγασμός, ο (Α)
λαμπρότητα, στιλπνότητα.
Russian (Dvoretsky)
αὐγασμός: ὁ сияние, блеск Plut.