ἄχρονος: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(7) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄχρονος]], -ον)<br />αυτός που δεν υπόκειται σε [[χρονικό]] περιορισμό, [[αιώνιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[ολιγοχρόνιος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀχρόνως</i><br />[[χωρίς]] καθορισμένα χρονικά όρια. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἄχρονος]], -ον)<br />αυτός που δεν υπόκειται σε [[χρονικό]] περιορισμό, [[αιώνιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύντομος]], [[ολιγοχρόνιος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀχρόνως</i><br />[[χωρίς]] καθορισμένα χρονικά όρια. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄχρονος:''' <b class="num">1)</b> кратковременный, недолговечный (δυστυχὴς καὶ ἄ. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вневременный (συμπτώματα οὐκ ἄχρονα Sext.): ἄ. [[αἰών]] Plut. вечность. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:42, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without time, instantaneous, Gal.7.448; ἡ ἄ. φύσις Dam.Pr.404; short-lived, of infants, Ptol.Tetr.125, cf. Placit.5.18.6. 2 independent of time, S.E.M.10.225; non-temporal, ἄ. πᾶσα ἡ νόησις Plot.4.4.1. Adv. -νως timelessly, Alex.Aphr.in Mete.129.5, in Sens.135.14, Procl.Inst.124, Herm.in Phdr.p.159 A.; instantaneously, Ph.1.571, al., Them.Or.15.196b.
German (Pape)
[Seite 420] ohne Zeit, ewig, Sp. – Adv., ἀχρόνως, bei Philo neben ἀμελλητί, ohne Zeitverlust.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχρονος: -ον, ὁ στερούμενος χρόνου, βραχύς, Πλούτ. 2. 908C· ὁ μὴ ἐν χρόνῳ ὤν, αἰώνιος, Νόνν. Παράφρ. α΄, 1, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 225. ― Ἐπίρρ. -νως Θεμίστ. 196Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne dure qu’un instant.
Étymologie: ἀ, χρόνος.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que dura poco tiempo, de breve o corto tiempo οὕτως ἄχρονα γίνεται ref. a los niños, Ptol.Tetr.3.10.3, δυστυχεῖς καὶ ἀχρόνους Placit.5.18.6, ἡ ἄ. φύσις Dam.in Prm.404.
2 independiente del tiempo, no cíclico ἐπὶ τινῶν μὲν νοσημάτων ἔγχρονος, ἐπὶ τινῶν δὲ ἄ. de la crisis en algunas enfermedades, Gal.7.448, συμπτώματα οὐκ ἄ. S.E.M.10.225
•atemporal, eterno ἄ. πᾶσα νόησις Plot.4.4.1, de Dios τῆς ἀχρόνου καὶ ἀνάρχου καὶ ἀγεννήτου ... οὐσίας Eus.E.Th.2.9, de la generación de Cristo, Clem.Al.Strom.6.16.145, ἄ. ... Ὥρη Nonn.D.1.172.
II adv. -ως
1 al punto, instantáneamente συλλαβοῦσα ... ἔτεκεν ὡς ἂν ἀχρόνως de Sara, la esposa de Abraham, Ph.1.571, cf. Them.Or.15.196b
•τῆς δ' ὄψεως ἡ ἀντίληψις ἀχρόνως γίνεται Alex.Aphr.in Mete.129.5, cf. in Sens.135.14, Arius Ep.Alex.4, Eust.Ant.Engast.15.
2 atemporalmente πᾶς θεὸς ... γινώσκει, ἀχρόνως δὲ τὰ ἔγχρονα todo dios tiene un conocimiento intemporal de las cosas temporales Procl.Inst.124, cf. Herm.in Phdr.159.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄχρονος, -ον)
αυτός που δεν υπόκειται σε χρονικό περιορισμό, αιώνιος
αρχ.-μσν.
1. σύντομος, ολιγοχρόνιος
2. επίρρ. ἀχρόνως
χωρίς καθορισμένα χρονικά όρια.
Russian (Dvoretsky)
ἄχρονος: 1) кратковременный, недолговечный (δυστυχὴς καὶ ἄ. Plut.);
2) вневременный (συμπτώματα οὐκ ἄχρονα Sext.): ἄ. αἰών Plut. вечность.