βαρύδουπος: Difference between revisions

From LSJ

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον<br /><b>βλ.</b> [[βαρύγδουπος]].
|mltxt=-ον<br /><b>βλ.</b> [[βαρύγδουπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύδουπος:''' -ον, αυτός που ακούγεται [[δυνατά]], που κάνει κρότο, σε Μόσχ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠδουπος Medium diacritics: βαρύδουπος Low diacritics: βαρύδουπος Capitals: ΒΑΡΥΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: barýdoupos Transliteration B: barydoupos Transliteration C: varydoupos Beta Code: baru/doupos

English (LSJ)

ον,

   A = βαρύγδουπος (q.v.), Mosch.2.120; θρῆνος Epigr.Gr.344.13.

German (Pape)

[Seite 433] schwer, dumpf tosend, Mosch. 2. 116; Nonn.; Coluth. 55; s. βαρύγδουπος.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύδουπος: -ον, = βαρύγδουπος, (ὅ ἴδε), Μόσχ. 2. 116, Μουσαῖ., κτλ· θρῆνος Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 344. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait un bruit retentissant.
Étymologie: βαρύς, δοῦπος.

Spanish (DGE)

(βᾰρύδουπος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
que produce un ruido sordo Ζεύς Mosch.2.120, θρῆνος IHadrian.80.13, ἠχώ Nonn.Par.Eu.Io.12.29, κόμπος Colluth.55; v.βαρύγδουπος.

Greek Monolingual

-ον
βλ. βαρύγδουπος.

Greek Monotonic

βᾰρύδουπος: -ον, αυτός που ακούγεται δυνατά, που κάνει κρότο, σε Μόσχ.