βιβλιακός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βιβλιακός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βιβλία<br /><b>2.</b> ο [[πολυμαθής]] από τη [[μελέτη]] βιβλίων<br /><b>3.</b> ο [[σχολαστικός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βιβλιακός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βιβλία<br /><b>2.</b> ο [[πολυμαθής]] από τη [[μελέτη]] βιβλίων<br /><b>3.</b> ο [[σχολαστικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''βιβλιᾰκός:''' <b class="num">1)</b> книжный (σελίδες Anth.);<br /><b class="num">2)</b> начитанный, ученый (ἐν ἱστορίᾳ Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβλιακός Medium diacritics: βιβλιακός Low diacritics: βιβλιακός Capitals: ΒΙΒΛΙΑΚΟΣ
Transliteration A: bibliakós Transliteration B: bibliakos Transliteration C: vivliakos Beta Code: bibliako/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A versed in books, Phld.Ir.p.90 W. (βυβλ-); ἐν ἱστορία βιβλιακώτατος Plu. Rom.12; pedantic, χαρακῖται Timo 12; ἕξις Plb.12.25h.3.    2 of a book, σελίδες AP7.594 (Jul.); in or of books, συντάξεις Chacrem. ap.Porph.Abst.4.7.

German (Pape)

[Seite 444] in den Büchern bewandert, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Plut. Rom. 12; β. χαρακεῖται, Bücherschmierer, Timon bei Ath. I, 22 d.

Greek (Liddell-Scott)

βιβλιακός: -ή, -όν, ὁ εἰς βιβλία ἀσχολούμενος, ἔμπειρος, Λατ. literatus, ἐν ἱστορίᾳ βιβλιακώτατος Πλούτ. Ρωμ. 12· πολυμαθὴς ἐξ ἀναγνώσεως βιβλίων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
versé dans la connaissance des livres, savant.
Étymologie: βιβλίον.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βιβλιακός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα βιβλία
2. ο πολυμαθής από τη μελέτη βιβλίων
3. ο σχολαστικός.

Russian (Dvoretsky)

βιβλιᾰκός: 1) книжный (σελίδες Anth.);
2) начитанный, ученый (ἐν ἱστορίᾳ Plut.).