βαρύγουνος: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαρύγουνος]] και [[βαρυγούνατος]], -ον (Α)<br />αυτός που νιώθει [[βαριά]] τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[γόνυ]] (γεν. <i>γόνατος</i> και <i>γούνατος</i> και [[γουνός]])]. | |mltxt=[[βαρύγουνος]] και [[βαρυγούνατος]], -ον (Α)<br />αυτός που νιώθει [[βαριά]] τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαρύς]] <span style="color: red;">+</span> [[γόνυ]] (γεν. <i>γόνατος</i> και <i>γούνατος</i> και [[γουνός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰρύγουνος:''' -ον ([[γόνυ]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[γόνατα]], [[οκνηρός]], σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A heavy-kneed, lazy, Call.Del. 78, Coluth.121:—also βᾰρῠ-γούνατος Theoc.18.10.
German (Pape)
[Seite 433] dasselbe, Callim. Del. 78; Coluth. 120; Nonn. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύγουνος: -ον, ὁ βαρέα ἔχων τὰ γόνατα, ὀκνηρός, Καλλ. εἰς Δῆλ. 78· βᾰρῡγούνατος Θεόκρ. 18. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux genoux alourdis.
Étymologie: βαρύς, γόνυ.
Greek Monolingual
βαρύγουνος και βαρυγούνατος, -ον (Α)
αυτός που νιώθει βαριά τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γόνυ (γεν. γόνατος και γούνατος και γουνός)].
Greek Monotonic
βᾰρύγουνος: -ον (γόνυ), αυτός που έχει βαριά γόνατα, οκνηρός, σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ.