βούλιος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βούλιος]], -ον (Α) [[βουλή]]<br />[[συνετός]], [[σοφός]].
|mltxt=[[βούλιος]], -ον (Α) [[βουλή]]<br />[[συνετός]], [[σοφός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βούλιος:''' -ον ([[βουλή]]), =βουλευτικὸς 2, [[σοφός]], [[συνετός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούλιος Medium diacritics: βούλιος Low diacritics: βούλιος Capitals: ΒΟΥΛΙΟΣ
Transliteration A: boúlios Transliteration B: boulios Transliteration C: voylios Beta Code: bou/lios

English (LSJ)

ον

   A, (βουλή) βουλευτικός 1.2, sage, A.Ch.672 (in Comp. -ώτερος, prob. (for δούλιος) in Id.Supp.599 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 458] klug, πρᾶξαί τι βουλιώτερον Aesch. Ch. 661.

Greek (Liddell-Scott)

βούλιος: -ον, =(βουλή)=βουλευτικός 2, συνετός, σοφός, Αἰσχύλ. Χο. 672 (ἐν τῷ συγκρ·), καὶ (ὡς διωρθώθη ὑπὸ Aurat. ἀντὶ δούλιος) Ἱκέτ. 599.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
seul. Cp. βουλιώτερος;
sérieux, grave.
Étymologie: βουλή.

Spanish (DGE)

-ον sensato ἄλλο πρᾶξαι δεῖ τι βουλιώτερον A.Ch.672.

Greek Monolingual

βούλιος, -ον (Α) βουλή
συνετός, σοφός.

Greek Monotonic

βούλιος: -ον (βουλή), =βουλευτικὸς 2, σοφός, συνετός, σε Αισχύλ.