βραχύστομος: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βραχύστομος]], -ον (Α)<br />(για [[λιμάνι]]) με στενό [[στόμιο]] ή στενή είσοδο.
|mltxt=[[βραχύστομος]], -ον (Α)<br />(για [[λιμάνι]]) με στενό [[στόμιο]] ή στενή είσοδο.
}}
{{elru
|elrutext='''βρᾰχύστομος:''' с узким отверстием или горлом ([[ἀγγεῖον]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 17:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχύστομος Medium diacritics: βραχύστομος Low diacritics: βραχύστομος Capitals: ΒΡΑΧΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: brachýstomos Transliteration B: brachystomos Transliteration C: vrachystomos Beta Code: braxu/stomos

English (LSJ)

ον,

   A with narrow mouth, λιμήν Str.14.1.24; ἀγγεῖα Plu.2.47e.

German (Pape)

[Seite 462] mit enger Mündung, λιμήν Strab. XIV, 641; ἀγγεῖον Plut. de audit. 10 M.

Greek (Liddell-Scott)

βραχύστομος: -ον, ὁ ἔχων στενόν, μικρὸν στόμα, Στράβων 641, Πλούτ. 2. 47Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à bouche ou à ouverture étroite.
Étymologie: βραχύς, στόμα.

Spanish (DGE)

-ον
de boca estrecha λιμήν Str.14.1.24, ἀγγεῖα Plu.2.47e, ὀπαί Hld.8.16.4.

Greek Monolingual

βραχύστομος, -ον (Α)
(για λιμάνι) με στενό στόμιο ή στενή είσοδο.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχύστομος: с узким отверстием или горлом (ἀγγεῖον Plut.).