γαλακτοειδής: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[γαλακτοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει στο [[χρώμα]] με το [[γάλα]], ο [[γαλακτώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που μοιάζει στη [[σύσταση]] με το [[γάλα]].
|mltxt=-ές (Α [[γαλακτοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει στο [[χρώμα]] με το [[γάλα]], ο [[γαλακτώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που μοιάζει στη [[σύσταση]] με το [[γάλα]].
}}
{{elru
|elrutext='''γᾰλακτοειδής:''' белый как молоко (τὰ [[λευκά]] Arst.; [[χρῶμα]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοειδής Medium diacritics: γαλακτοειδής Low diacritics: γαλακτοειδής Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: galaktoeidḗs Transliteration B: galaktoeidēs Transliteration C: galaktoeidis Beta Code: galaktoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like milk, milk-white, χρῶμα Placit.3.1.4.

German (Pape)

[Seite 471] ές, milchartig, Plut. plac. phil. 3, 1 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοειδής: -ές, ὅμοιος γάλακτι, ὡς γάλα λευκός, Παρμενίδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 574, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 16· πρβλ. γαλακτώδης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à du lait.
Étymologie: γάλα, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές
semejante a la leche τὰ καταμήνια Arist.HA 634b19, χρῶμα Plu.2.892e.

Greek Monolingual

-ές (Α γαλακτοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει στο χρώμα με το γάλα, ο γαλακτώδης
νεοελλ.
εκείνος που μοιάζει στη σύσταση με το γάλα.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλακτοειδής: белый как молоко (τὰ λευκά Arst.; χρῶμα Plut.).