γλυκάζω: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(8)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[γλυκάζω]]) [[γλυκύς]]<br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] γλυκιά [[γεύση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον [[αίσθημα]] γλυκύτητας<br /><b>2.</b> έχω γλυκιά [[γεύση]], [[είμαι]] [[γλυκός]]<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>γλυκασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[γλυκός]], [[ήπιος]].
|mltxt=(AM [[γλυκάζω]]) [[γλυκύς]]<br />[[δίνω]] σε [[κάτι]] γλυκιά [[γεύση]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον [[αίσθημα]] γλυκύτητας<br /><b>2.</b> έχω γλυκιά [[γεύση]], [[είμαι]] [[γλυκός]]<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>γλυκασμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[γλυκός]], [[ήπιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''γλῠκάζω:''' досл. делать сладким, перен. давать ощущение сладости (τὸ [[μέλι]] γλυκάζει τοὺς ὑγιαίνοντας Sext.): γλυκάζεσθαι [[αἰσθητικῶς]] Sext. чувствовать вкус сладкого.
}}
}}

Revision as of 14:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκάζω Medium diacritics: γλυκάζω Low diacritics: γλυκάζω Capitals: ΓΛΥΚΑΖΩ
Transliteration A: glykázō Transliteration B: glykazō Transliteration C: glykazo Beta Code: gluka/zw

English (LSJ)

   A sweeten, τὴν κατάποσιν Epict. Gnom.22; affect with a sensation of sweetness, τοὺς ὑγιαίνοντας S.E. P.1.211:—Pass., receive a taste of sweetness, Hierocl.p.29A., S.E. P.1.20; but, taste sweet, Gp.2.39.4, and so intr. in Act. of wine, Ath. 1.26c; μέλι γλυκάζον LXX Ez.3.3, cf. Plot.4.3.26.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκάζω: μέλλ. –άσω, (γλυκὺς) παρέχω γλυκεῖαν γεῦσιν εἴς τινα, τοὺς ὑγιαίνοντας Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 211.– Παθ., λαμβάνω γεῦσίν τινα γλυκύτητος, γεύομαι γλυκέος, αὐτόθι 1. 20·- ὡσαύτως τὸ ἐνεργ. μετ’ οὐδ. σημασ., εἶναι γλυκύς, ἐπὶ οἴνου, Ἀθήν. 26C.

Spanish (DGE)

1 intr. tener sabor dulce la miel, LXX Ez.3.3, el vino Ath.26c, cf. Plot.4.3.26, tb. en v. med. Gp.2.5.7.
2 tr. endulzar τὴν κατάποσιν Epict.Gnom.22
fig. procurar una sensación agradable τοὺς ὑγιαίνοντας S.E.P.1.211
en v. pas. recibir una sensación agradable Hierocl.p.29, S.E.P.1.20.

Greek Monolingual

(AM γλυκάζω) γλυκύς
δίνω σε κάτι γλυκιά γεύση
μσν.- νεοελλ.
1. παρέχω σε κάποιον αίσθημα γλυκύτητας
2. έχω γλυκιά γεύση, είμαι γλυκός
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) γλυκασμένος, -η, -ο
γλυκός, ήπιος.

Russian (Dvoretsky)

γλῠκάζω: досл. делать сладким, перен. давать ощущение сладости (τὸ μέλι γλυκάζει τοὺς ὑγιαίνοντας Sext.): γλυκάζεσθαι αἰσθητικῶς Sext. чувствовать вкус сладкого.