γυιαρκής: Difference between revisions
From LSJ
(8) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γυιαρκής]], -ές (Α)<br />αυτός που ενισχύει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρκος]] (Ι) «το όργανο ή [[μέσο]] άμυνας<br />η [[υπεράσπιση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>απαρκής</i>, [[αυτάρκης]], [[διαρκής]])]. | |mltxt=[[γυιαρκής]], -ές (Α)<br />αυτός που ενισχύει τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γυίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i> <span style="color: red;"><</span> [[άρκος]] (Ι) «το όργανο ή [[μέσο]] άμυνας<br />η [[υπεράσπιση]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>απαρκής</i>, [[αυτάρκης]], [[διαρκής]])]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γυιαρκής -ές [γυῖον, ἀρκέω] die de ledematen versterkt. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A strengthening the limbs, νωδυνία Pi.P.3.6.
German (Pape)
[Seite 508] ές, Glieder stärkend, Pind. P. 3, 6 νωδυνίαι.
Greek (Liddell-Scott)
γυιαρκής: -ές, ὁ ἐνισχύων τά μέλη, Πίνδ. Π. 3, 12.
English (Slater)
γυιαρκής
1 strengthening the limbs τέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέο̄ς Ἀσκλαπιόν (νωδυνιᾶν γυιαρκέων coni. Hermann) (P. 3.6)
Spanish (DGE)
-ές que robustece los miembros Pi.P.3.6.
Greek Monolingual
γυιαρκής, -ές (Α)
αυτός που ενισχύει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + -αρκής < άρκος (Ι) «το όργανο ή μέσο άμυνας
η υπεράσπιση» (πρβλ. απαρκής, αυτάρκης, διαρκής)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυιαρκής -ές [γυῖον, ἀρκέω] die de ledematen versterkt.