δᾳδώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
(8)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δᾳδώδης]], -ες (Α) [[δας]]<br />(για φυτά ή ξύλα) αυτός που περιέχει [[ρετσίνι]].
|mltxt=[[δᾳδώδης]], -ες (Α) [[δας]]<br />(για φυτά ή ξύλα) αυτός που περιέχει [[ρετσίνι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δᾳδώδης:''' горючий, легко воспламеняющийся (φυτά Plut.).
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾳδώδης Medium diacritics: δᾳδώδης Low diacritics: δαδώδης Capitals: ΔΑΔΩΔΗΣ
Transliteration A: dāidṓdēs Transliteration B: dadōdēs Transliteration C: dadodis Beta Code: da|dw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A resinous, Thphr.HP3.9.7, 9.2.5 (Comp.), Plu.2.648d.

German (Pape)

[Seite 513] ες, kienig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δᾳδώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης δᾳδὸς ἢ ὅμοιος δᾳδὶ, ῥητινώδης, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 9, 7.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
résineux.
Étymologie: δᾴς, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
resinosode la madera de abeto, Thphr.HP 3.9.7, cf. 9.2.5, Plu.2.651b
de árboles propio para teas Plu.2.648d.

Greek Monolingual

δᾳδώδης, -ες (Α) δας
(για φυτά ή ξύλα) αυτός που περιέχει ρετσίνι.

Russian (Dvoretsky)

δᾳδώδης: горючий, легко воспламеняющийся (φυτά Plut.).