δαμί: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ δαμίν) <b>επίρρ.</b><br />λίγο, [[λιγάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαγμίον</i>, υποκοριστικό του [[δαγμός]] ή [[οδαγμός]] ή <i>αδαγμός</i> «[[δάγκωμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ζωμός]]-[[ζωμίον]], [[κορμός]]-[[κορμίον]], [[ψωμός]]-[[ψωμίον]]). Αρχικά το επίρρ. [[δαμί]] χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή [[μπουκιά]] ή [[δαγκωματιά]]].
|mltxt=(Μ δαμίν) <b>επίρρ.</b><br />λίγο, [[λιγάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δαγμίον</i>, υποκοριστικό του [[δαγμός]] ή [[οδαγμός]] ή <i>αδαγμός</i> «[[δάγκωμα]]» ([[πρβλ]]. [[ζωμός]]-[[ζωμίον]], [[κορμός]]-[[κορμίον]], [[ψωμός]]-[[ψωμίον]]). Αρχικά το επίρρ. [[δαμί]] χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή [[μπουκιά]] ή [[δαγκωματιά]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

(Μ δαμίν) επίρρ.
λίγο, λιγάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαγμίον, υποκοριστικό του δαγμός ή οδαγμός ή αδαγμός «δάγκωμα» (πρβλ. ζωμός-ζωμίον, κορμός-κορμίον, ψωμός-ψωμίον). Αρχικά το επίρρ. δαμί χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει μικρή μπουκιά ή δαγκωματιά].